- εφύμνιος
- -α, -ο (ΑΜ ἐφύμνιος, -ον)το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν)επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.)νεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν)σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη λειτουργία στο τέλος τών αντιφώνων, υπόψαλμα («εὐχαριστήριον ἐφύμνιον ἀναπέμπομέν σοι», Μηναί.)μσν.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύμνο, υμνητικός, εγκωμιαστικός («ἡ ἐφύμνιος θεολογία», Ανδρ. Κρ.)2. το ουδ. ως ουσ. εγκώμιο, ύμνος, εξύμνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕμνος].
Dictionary of Greek. 2013.